- λεοντοφόρος
- λεοντο-φόρος, ον,A bearing the figure of a lion, Luc.Herm.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντοφόρος — λεοντοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει εικόνα λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
λεοντοφόρος — bearing the figure of a lion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοφόρον — λεοντοφόρος bearing the figure of a lion masc/fem acc sg λεοντοφόρος bearing the figure of a lion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντοφόρῳ — λεοντοφόρος bearing the figure of a lion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek